- ακροστόμιο
- Το άκρο στομίου, ανοίγματος και ειδικότερα το άκρο σωλήνα εξαγωγής ρευστού (αερίου ή υγρού). Βλ. λ. ακροφύσιο.
* * *το (AM ἀκροστόμιον)νεοελλ.το άκρο ενός ανοίγματος ή στομίουμσν.το ακροφύσιον*αρχ.η άκρη τών χειλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + στόμιον < στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.